- μισοΐδιος
- μισοΐδιος, -ον (Α)αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἴδιοι «συγγενείς»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοιδίους — μισοίδιος hating one s own family masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοιδίων — μισοίδιος hating one s own family masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοίδιοι — μισοίδιος hating one s own family masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek